εκθήλυνση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἐκθήλυνσις και ἐκθήλυσις)
το να γίνεται κάποιος θηλυπρεπής, να μεταβάλλει τη συμπεριφορά και ορισμένα χαρακτηριστικά του ώστε να μοιάζουν με γυναικεία
αρχ.
μεταβολή προς τη μαλθακότητα.
η (Α ἐκθήλυνσις και ἐκθήλυσις)
το να γίνεται κάποιος θηλυπρεπής, να μεταβάλλει τη συμπεριφορά και ορισμένα χαρακτηριστικά του ώστε να μοιάζουν με γυναικεία
αρχ.
μεταβολή προς τη μαλθακότητα.