εκθήλυνση

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐκθήλυνσις και ἐκθήλυσις)
το να γίνεται κάποιος θηλυπρεπής, να μεταβάλλει τη συμπεριφορά και ορισμένα χαρακτηριστικά του ώστε να μοιάζουν με γυναικεία
αρχ.
μεταβολή προς τη μαλθακότητα.