εκθήλυνση
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
η (Α ἐκθήλυνσις και ἐκθήλυσις)
το να γίνεται κάποιος θηλυπρεπής, να μεταβάλλει τη συμπεριφορά και ορισμένα χαρακτηριστικά του ώστε να μοιάζουν με γυναικεία
αρχ.
μεταβολή προς τη μαλθακότητα.