εκθήλυνση
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
Greek Monolingual
η (Α ἐκθήλυνσις και ἐκθήλυσις)
το να γίνεται κάποιος θηλυπρεπής, να μεταβάλλει τη συμπεριφορά και ορισμένα χαρακτηριστικά του ώστε να μοιάζουν με γυναικεία
αρχ.
μεταβολή προς τη μαλθακότητα.