εκθυμιώ

From LSJ

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source

Greek Monolingual

ἐκθυμιῶ (-άω) (Α)
1. καίω ως θυμίαμα
2. μέσ. 'κθυμιῶμαι
εξατμίζομαι.