εκκενωτής

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που εκκενώνει («εκκενωτής βόθρων»)
2. όργανο για εκκένωση τών ηλεκτρικών συμπυκνωτών.