εκλιπαρώ

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκλιπαρῶ)
θερμοπαρακαλώ, ικετεύω.