εκπρίω
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Greek Monolingual
ἐκπρίω και ἐκπρίζω (Α)
1. κόβω εντελώς με πριόνι
2. ελευθερώνω.
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
ἐκπρίω και ἐκπρίζω (Α)
1. κόβω εντελώς με πριόνι
2. ελευθερώνω.