εκτόμηση

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source

Greek Monolingual

η
εξαγωγή με τομή (εκτομή) γεννητικών οργάνων (ανδρών, γυναικών ή ζώων), ευνουχισμός.