εκφωνητής

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκφωνήτρια)
1. αυτός που κάνει την εκφώνηση
2. ειδικός υπάλληλος της ραδιοφωνίας ή της τηλεόρασης που κάνει τις εκφωνήσεις.