ελαιοθέτης

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

ἐλαιοθέτης, ο (Α)
(τίτλος ειδικού υπαλλήλου), ο προμηθευτής ή αποθηκάριος λαδιού.