Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ελαιόκαρπος

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

ο
1. ο καρπός της ελιάς, και με περιληπτική έννοιασυγκομιδή του ελαιοκάρπου»)
2. τροπικό δέντρο που ο καρπός του μοιάζει με την ελιά.