ελαιόμυλος

Greek Monolingual

και λαδόμυλος, ο
εγκατάσταση για σύνθλιψη του ελαιοκάρπου ανάμεσα σε περιστρεφόμενους από ανθρώπους ή ζώα μυλόλιθους για παραγωγή λαδιού, το λιοτρίβι.