ελαιόπρωρος

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

ἐλαιόπρῳρος, -ον (Α)
(για δέντρα) αυτός που στην κορυφή μοιάζει με ελιά.