ελαφοειδής

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἐλαφοειδής, -ές)
όμοιος με ελάφι.