ελαφρούτσικος

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

και αλαφρούτσικος, -η, -ο
1. ο κάπως ελαφρός ως προς το βάρος
2. (για πρόσωπα) αρκετά ανόητος, όχι πολύ σοβαρός.