ελαφόκερας

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

το
1. το κέρατο του ελαφιού
2. γένος σαρκοφάγων επιμήκων εντόμων της οικογένειας τών σκαραβαιιδών.