ελιξόπορος
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
Greek Monolingual
ἑλιξόπορος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί ελικοειδή πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. ελιο- και λιο- (αντί ελαιο-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β' συνθετικό ανήκει ή αναφέρεται στην ελιά ή προέρχεται από αυτήν (ελιόδεντρο, λιόδυλο)].