ελκεχίτων

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

ἑλκεχίτων, ο (Α)
αυτός που φορά μακρύ χιτώνα.