ελληνόγλωσσος

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232

Greek Monolingual

-η, -ο
(για αλλοεθνείς) αυτός που έχει ως μητρική γλώσσα την ελληνική («ελληνόγλωσσοι Βούλγαροι»).