ελμιτόλη
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
ελμιθόλη και ελμιτόλη, η
εμπορική ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος που περιέχει ένωση κιτρικού οξέος και ουροτροπίνης (χρησιμοποιήθηκε κατά του αρθριτισμού).