ελογενής
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
-ες και ελειογενής, -ές
αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται σε έλη («ελογενείς πυρετοί»).
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
-ες και ελειογενής, -ές
αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται σε έλη («ελογενείς πυρετοί»).