ελειογενής

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

-ές (Α ἑλειογενής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από το έλοςελειογενής πυρετός» — η ελονοσία)
αρχ.
αυτός που γεννιέται, αναπτύσσεται στα έλη («ἑλειογενής ὄρυζα»).