ελειογενής
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Greek Monolingual
-ές (Α ἑλειογενής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από το έλος («ελειογενής πυρετός» — η ελονοσία)
αρχ.
αυτός που γεννιέται, αναπτύσσεται στα έλη («ἑλειογενής ὄρυζα»).