ελειογενής
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
-ές (Α ἑλειογενής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από το έλος («ελειογενής πυρετός» — η ελονοσία)
αρχ.
αυτός που γεννιέται, αναπτύσσεται στα έλη («ἑλειογενής ὄρυζα»).