εμπνευμάτωση
Greek Monolingual
η (AM ἐμπνευμάτωσις)
1. πλήρωση με αέρα, γέμισμα
2. η συλλογή αερίων μέσα στις φυσικές κοιλότητες του οργανισμού.
η (AM ἐμπνευμάτωσις)
1. πλήρωση με αέρα, γέμισμα
2. η συλλογή αερίων μέσα στις φυσικές κοιλότητες του οργανισμού.