πλήρωση

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

η / πλήρωσις, -ώσεως και ιων. τ. -ιος, ΝΑ πληρώ
το να πληρούται, να γεμίζει κάτι τελείως, το τέλειο γέμισμα
νεοελλ.
1. εκπλήρωση, εκτέλεση (α. «η πλήρωση τών όρων του συμβολαίου» β. «πλήρωση τών απαιτήσεων»)
2. φρ. «γλωσσική πλήρωση»
(γλωσα) (κατά τη γενετική-μετασχηματιστική θεωρία) η «ενέργεια», η πραγμάτωση από πλευράς του ομιλούντος υποκειμένου της ενυπάρχουσας σε αυτό γλωσσικής ικανότητας, δηλαδή της ασυνείδητης γνώσης του αφηρημένου συστήματος κανόνων που διέπουν τη μητρική του γλώσσα, η έμπρακτη χρησιμοποίηση της γλώσσας και κατά συνέπεια η παραγωγή και κατανόηση προτάσεων στα πλαίσια πραγματικών συνθηκών επικοινωνίας, που απέχει πάρα πολύ από το ιδεατό εκείνο πρότυπο γλώσσας το οποίο υπάρχει μέσα του, αφού οι «δυνάμει» δυνατότητες του εσωτερικού του γραμματικού μηχανισμού περιορίζονται ή και αναστέλλονται στην πράξη από διάφορους παράγοντες
αρχ.
1. κορεσμός, χορτασμός
2. (σχετικά με πλοίο) εφοδιασμός με πλήρωμα, με ναύτες («πλήρωσις τῆς νεώς»)
3. (σχετικά με δικαστήριο) συμπλήρωση προσωπικού («κληρώσεις δικαστηρίων καὶ πληρώσεις», Πλάτ.)
4. πλήρης ικανοποίηση τών αισθήσεων ή τών ψυχικών διαθέσεων
5. συμπλήρωση αριθμού
6. συμπλήρωση εγγράφου
7. εκκλ. η πληρότητα του Λόγου και του Θεού
8. εκπλήρωση α) του θεϊκού νόμου
β) μιας ελπίδας ή μιας προσδοκίας
9. μτφ. πλήρης εξόφληση χρέους
10. (σχετικά με τη σελήνη) γέμισμα
11. (σχετικά με γυναίκα) εγκυμοσύνη.