εναπειροκαλώ
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
ἐναπειροκαλῶ (-έω) (Α)
είμαι απειρόκαλος, ακαλαίσθητος, δεν έχω καλαισθησία σε κάτι.
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ἐναπειροκαλῶ (-έω) (Α)
είμαι απειρόκαλος, ακαλαίσθητος, δεν έχω καλαισθησία σε κάτι.