εναρκώ

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

ἐναρκῶ (-έω) (Α)
1. αρκώ, επαρκώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐναρκεῖ
ἐνδέχεται».