ενεχυράζω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

ἐνεχυράζω (Α) ενέχυρον
1. παίρνω ως ενέχυρομήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.)
2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.)
3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» — μού παίρνουν τα πράγματα ως ενέχυρο.