ενεχυράζω

From LSJ

Greek Monolingual

ἐνεχυράζω (Α) ενέχυρον
1. παίρνω ως ενέχυρομήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.)
2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.)
3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» — μού παίρνουν τα πράγματα ως ενέχυρο.