ενεχυρίαση

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

η (Μ ἐνεχυρίασις) η ενέργεια του ενεχυριάζω, η παράδοση ενός πράγματος ως ενεχύρου («απαγορεύεται η ενεχυρίαση στρατιωτικών ειδών»).