ενεχυρασία
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
ἐνεχυρασία, η (Α)
λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση της οφειλής («βουλόμενος τήν ἐνεχυρασίαν μου ποιήσασθαι», Δημοσθ.).