εννομολέσχης

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

ἐννομολέσχης, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για νόμιμα πράγματα ή για νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + λέσχη «φλυαρία»].