Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
ἐννομολέσχης, ο (Α)αυτός που φλυαρεί για νόμιμα πράγματα ή για νόμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + λέσχη «φλυαρία»].