αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
ἐννομολέσχης, ο (Α)αυτός που φλυαρεί για νόμιμα πράγματα ή για νόμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + λέσχη «φλυαρία»].