εννομολέσχης

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

ἐννομολέσχης, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για νόμιμα πράγματα ή για νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + λέσχη «φλυαρία»].