ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
ηη ιδιότητα του ενοχλητικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχλητικός. Η λ. στον λόγιο τ. ενοχλητικότης μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].