ενστάτης

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

ἐνστάτης, ο (Α) ενίστημι
1. αντίπαλος, εχθρός
2. (για αντίδικους) αυτός που υποβάλλει συνεχώς ενστάσεις.