τέντωμα

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

το, Ν τεντώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα του σχοινιού»)
2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα του πανιού»)
3. μτφ. διάπλατο άνοιγματέντωμα της θύρας»).