τέντωμα
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. -> Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Simonides of Keaτο, Ν τεντώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα του σχοινιού»)
2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα του πανιού»)
3. μτφ. διάπλατο άνοιγμα («τέντωμα της θύρας»).