εντυπωδώς

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

ἐντυπωδῶς (AM)
επίρρ. γλώσσ. του ἐντυπάς (Ευστ.)
δυνατά, σφιχτά.