ενυπνιόμαντις

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

ἐνυπνιόμαντις, ο (Α)
αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το μέλλον από τα όνειρα.