εξακολούθηση
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek Monolingual
η (Α ἐξακολούθησις) εξακολουθώ
συνέχεια, συνέχιση («η εξακολούθηση του έργου του προκατόχου του»)
νεοελλ.
φρ. «κατ' εξακολούθηση» — συνεχώς (χωρίς διακοπή ή με συχνές επαναλήψεις)
αρχ.
παρακολούθηση, ιχνηλασία.