εξακολούθηση

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243

Greek Monolingual

η (Α ἐξακολούθησις) εξακολουθώ
συνέχεια, συνέχιση («η εξακολούθηση του έργου του προκατόχου του»)
νεοελλ.
φρ. «κατ' εξακολούθηση» — συνεχώς (χωρίς διακοπή ή με συχνές επαναλήψεις)
αρχ.
παρακολούθηση, ιχνηλασία.