εξαμαρτάνω
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
(AM ἐξαμαρτάνω) αμαρτάνω
αμαρτάνω, αποτυγχάνω, διαπράττω σφάλμα
(«σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν, Αισχύλ.)
αρχ.
1. δεν πετυχαίνω τον στόχο («μἡ τι παίοντες ἐξαμαρτῶμεν», Ξεν.)
2. (για αρρώστια) θεραπεύομαι ελλειπώς
3. (για πολίτευμα) έχω σοβαρές ελλείψεις
4. κάνω κάποιον να σφάλει
5. παθ. ἐξαμαρτάνομαι
εκτελούμαι εσφαλμένα.