πετυχαίνω
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
Ν
1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τον πέτυχα στο πόδι»)
2. εννοώ ή μαντεύω («το πέτυχες, αυτός ήταν»)
3. συναντώ τυχαία κάποιον («τον πέτυχα στη στάση»)
4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε»
5. (για εξετάσεις, διαγωνισμούς κ.λπ.) έχω ευνοϊκό αποτέλεσμα («πέτυχε στις εξετάσεις)
6. ολοκληρώνω κάτι με επιτυχία («το πέτυχα το γλυκό»)
7. εκτελούμαι καλά, έχω καλή έκβαση («η παράσταση πέτυχε»)
8. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πετυχημένος -η, -ο και πετυχεμένος, -η, -ο
α) ως επίθ. αυτός που έγινε ή ολοκληρώθηκε με επιτυχία (α. «πετυχημένο φόρεμα» β. «πετυχημένο εγχείρημα»)
β) (για πρόσ.) αυτός που έχει πετύχει στη σταδιοδρομία του («πετυχημένος επιχειρηματίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπέτυχ-ον, αόρ. β' του ἐπιτυγχάνω + κατάλ. -αίνω κατά το κερδαίνω (πρβλ. λαχ-αίνω: λαγχάνω)].
Translations
accomplish
Arabic: أَدَّى; Belarusian: дасягаць, дасягнуць; Bulgarian: осъществявам; Danish: fuldende; Dutch: volbrengen; Finnish: suorittaa, toteuttaa, saada tehdyksi, saattaa päätökseen, saada aikaan; French: accomplir; Galician: conseguir; German: vollenden vollziehen, ausführen; Greek: επιτυγχάνω; Ancient Greek: ἀναπίμπλημι, ἀνύτειν, ἀνύτομαι, ἀνύτω, ἁνύτω, ἀνύω, ἁνύω, ἄνω, ἀποτελέω, διανύτω, διανύω, διαπονέω, διαπράσσειν, διαπράσσω, διαπράττω, διαπρήσσω, διατελέω, διεκτελέω, δράω, ἐκπεραίνειν, ἐκπίμπλημι, ἐκπονοῦμαι, ἐκπράσσειν, ἐκτάσσω, ἐκτάττω, ἐκφέρω, ἐμπίμπλημι, ἐμπίπλημι, ἐξαιρέω, ἐξανύτειν, ἐξανύτομαι, ἐξανύτω, ἐξανύω, ἐξεργάζεσθαι, ἐξεργάζομαι, ἐξικνέομαι, ἐξικνοῦμαι, ἐπανύω, ἐπεξέρχεσθαι, ἐπεξέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπικραιαίνω, ἐπικραίνειν, ἐπικραίνω, ἐπιτελεῖν, ἐπιτελέω, ἐργάζεσθαι, ἐργάζομαι, κατανύτειν, κατανύω, καταπράσσω, καταπράττω, κατεργάζεσθαι, κατορθόω, κραίνειν, κραίνω, ξυντελέω, παραναγκάζω, πειραίνω, περαίνειν, περαίνω, περατόω, περάω, πράσσειν, πράσσω, πράττω, πρήσσω, ῥέδδω, ῥέζω, συγκαθαιρέω, συντελέω, τελεῖν, τελειόω, τελευτᾶν, τελευτάω, τελέω, τέλλω, τολυπεύω; Hebrew: לבצע; Hittite: 𒀸𒊭𒉡𒊻𒍣; Italian: compiere, realizzare; Kabuverdianu: alkansa, alkansá; Latin: patro, perpetro, perago; Maori: whakatutuki; Norwegian Bokmål: fullbyrde, fullende, effektuere; Old English: fremman; Old Saxon: fremmian, frummian, gifrummian; Polish: dokonywać, dokonać; Portuguese: conseguir; Russian: совершать, совершить, выполнять, выполнить, достигать, достигнуть, достичь, завершать, завершить, доводить до конца, довести до конца; Sanskrit: साध्नोति; Serbo-Croatian Cyrillic: постићи, ѝспунити; Roman: pòstići, ìspuniti; Spanish: efectuar, realizar, lograr; Swedish: fullborda