εξαναγκασμός
Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead
Plutarch, Moralia 241Greek Monolingual
ο εξαναγκάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξαναγκάζω, αναγκασμός, άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε κάποιον για να κάνει κάτι.