εξαναζέω
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
ἐξαναζέω (Α)
(και μτφ.) κάνω κάτι να βράσει, να κοχλάσει
«τοιόνδε Τυφὼς ἐξαναζέσει χόλον» — ο Τυφώς θα κάνει ώστε να κοχλάσει τέτοια οργή, Αισχύλ.).