εξαφίστημι

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

ἐξαφίστημι (Α) αφίστημι
1. απομακρύνω, αφαιρώ
(«αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ἐξαπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ' ὑμῶν», ΠΔ)
2. στέλνω
3. αυξάνω
4. παθ. φεύγω, απομακρύνομαι
(«πρᾱξιν... ὁποίας ἐξαφισταίμην ἐγώ», Σοφ.).