εξεγγυώ
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
ἐξεγγυῶ, -άω (Α) [εγγυώ[
1. παραδίνω δούλο σε κάποιον με εγγυήσεις για να ανακριθεί
2. ελευθερώνω δίνοντας εγγύηση.