εξοικώ
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(Α ἐξοικῶ, -έω) έξοικος
νεοελλ.
(για χώρα) ερημώνομαι
αρχ.
1. μεταναστεύω
2. παθ. κατοικούμαι σε όλη μου την έκταση.