Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
(Α ἐξοικῶ, -έω) έξοικοςνεοελλ.(για χώρα) ερημώνομαιαρχ.1. μεταναστεύω2. παθ. κατοικούμαι σε όλη μου την έκταση.