γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
(AM ἐξομοιῶ, -όω)καθιστώ κάτι τελείως όμοιο με άλλομσν.μιμούμαιαρχ.1. παρομοιάζω, παραβάλλω2. προσαρμόζω.