εξομοιώνω
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
(AM ἐξομοιῶ, -όω)
καθιστώ κάτι τελείως όμοιο με άλλο
μσν.
μιμούμαι
αρχ.
1. παρομοιάζω, παραβάλλω
2. προσαρμόζω.