εξωραϊσμός

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἐξωραϊσμός)
στολισμός, καλλωπισμός.