εορταστής

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

ο (θηλ. εορτάστρια) (AM ἑορταστής) εορτάζω
αυτός που λαμβάνει μέρος σε εορτή.