Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
ο (θηλ. εορτάστρια) (AM ἑορταστής) εορτάζωαυτός που λαμβάνει μέρος σε εορτή.