εορτοδρόμιος
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Greek Monolingual
-ο (Μ ἑορτοδρόμιος, -ον)
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑορτοδρόμιο(ν)
α) βιβλίο που περιέχει τη σειρά τών εορτών της εκκλησίας
β) σειρά ομιλιών με θέμα τις ευαγγελικές ή αποστολικές περικοπές που διαβάζονται κατά τις εορτές της εκκλησίας
2. φρ. «ἑορτοδρόμιος πίνακας» — πίνακας προσαρτημένος στο τυπικό της εκκλησίας και ο οποίος περιέχει τις ακίνητες εορτές από 11 Ιανουαρίου μέχρι 25 Μαρτίου.