επήριστος

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

ἐπήριστος, -ον (Μ)
αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει έρις ή άμιλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εριστός (< ερίζω «φιλονεικώ»), το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].