επιλήψιμος

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπιλήψιμος, -ον) επίληψις
αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο
επίμεπτη συμπεριφορά
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί.

Translations