επίξηρος
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
ἐπίξηρος, -ον (Α) ξηρός
1. αυτός που είναι ξηρός στην επιφάνειά του («γλῶσσα ἐπίξηρος», Ιπποκρ.)
2. ο κάπως ξηρός.