επίρραμμα

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

το (Α ἐπίρραμμα) επιρράπτω
αυτό που προστίθεται σε κάτι με ραφή, το μπάλωμα
νεοελλ.
ναυτ. λωρίδα υφάσματος που ράβεται πάνω στα πανιά πλοίου, κατά την κατασκευή τους, για να ενισχύσει ορισμένα σημεία τους.