επακτήρ

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐπακτήρ, ο (Α)
1. ο επάγων κύνας, κυνηγός («οἱ δ' ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτήρες», Ομ. Οδ.)
2. αλιέας, ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακ- (< αγ- θ. του άγω) + τηρ].